- υπερινσουλινισμός
- ο, Νιατρ. αυξημένη πέρα από το κανονικό όριο έκκριση ινσουλίνης από το πάγκρεας, που μπορεί να προκαλέσει υπογλυκαιμικές διαταραχές, σπασμούς ή και κώμα και συγκοπή.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperinsulinism < hyper- (< υπερ-*) + insulin (βλ. ινσουλίνη) + κατάλ. -ism (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.